- ἐπίπλατυς
- ἐπί-πλατυς, υ, oben breit, flach
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
επίπλατυς — υ (Α ἐπίπλατυς, υ και ἐπιπλατής, ές) ο πλατύς στην επιφάνειά του, επίπεδος, ομαλός. επίρρ... ἐπιπλατῶς ομαλά … Dictionary of Greek